βάγιο

βάγιο
και βάγι, το (AM βαΐον)
κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» — με μεγάλη επισημότητα, με θερμές εκδηλώσεις
νεοελλ.
1. κλαδί από φοίνικα, δάφνη, μυρτιά, δεντρολίβανο, λεβάντα κ.λπ. που δίνεται στους εκκλησιαζόμενους την Κυριακή των Βαΐων
2. φρ. α) «πήρε βάγια η κουκουβάγια» (για πρόσωπο ανάξιο και τιποτένιο)
β) «πάρτε, διαβόλοι, βάγια» (για γενική ακαταστασία και θόρυβο ή διασκορπισμό και σπατάλη)
γ) «πήρε βάγια» — είναι ετοιμοθάνατος
3. (γεν. εν. ή πληθ.) του Βαγιού, των Βαγιών, του Βαγιώνε ή των Βαΐων
η Κυριακή των Βαΐων, προ του Πάσχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βάγιο < μτγν. βαΐον, υποκορ. του βάις «κλάδος φοίνικα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάγιο — το πληθ. βάγια, βλ. βάγια, τα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάγια — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * η (Α βαΐα, Μ βάια και βάγια) 1. τροφός,… …   Dictionary of Greek

  • βάιον — βάϊον και βαΐον, το (AM) και βάϊς, η (Α) το βάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως πρβλ. κοπτ. bai, νεοαιγυπτ. b j)] …   Dictionary of Greek

  • βαΐα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 239 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) βαΐα, η (AM) βλ. βάγια. (II) βαΐα, τα (AM) βλ. βάγιο …   Dictionary of Greek

  • βαγίζω — και βαΐζω [βάγιο] 1. κάνω κάτι να λυγίσει, κάμπτω 2. (για δέντρο) λυγίζω από τον πολύ καρπό, έχω αφθονία καρπών 3. (για άνθρωπο) λυγίζω από το βάρος της ηλικίας …   Dictionary of Greek

  • βαγιά — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * και βάγια, η [βάγιο] (ανάλογα με το κλαδί… …   Dictionary of Greek

  • βαγιλίζω — και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω) περιποιούμαι, φροντίζω νεοελλ. 1. νανουρίζω 2. κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά] …   Dictionary of Greek

  • βαγιόκλαδο — και κλαρο, το κλαδί φοινικιάς, δάφνης κ.λπ., βάγιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”